δήμιοι

δήμιοι
δήμιος
belonging to the people
masc nom/voc pl
δήμιος
belonging to the people
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • КОЛЛЕГИЯ ОДИННАДЦАТИ —    • Ένδεκα, οι̉,          коллегия из одиннадцати чиновников (называемых неофициально иногда ε̉πιμεληταὶ τω̃ν κακούργων и во время Фалерского Димитрия также νομοφύλακες, которых не следует смешивать с прежними, так называемыми νομοφύλακες). Это …   Реальный словарь классических древностей

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • Тюремные стражи —    • Δημόκοινοι,          δήμιοι, δημόσιοι, тюремные стражи, палачи и их помощники, подчиненные в Афинах коллегии «одиннадцати» (ó τω̃ν ενδεκα υπηρέτης, Plat. Phaed. p. 116 В.) …   Реальный словарь классических древностей

  • SPECULATORES — apud Firmicum l. 8. c. 26. Plutarcho in Galba, διοπτῆρες καὶ διάγγελοι, exploratores et annuntiatores, Dioni διόπται et ἐρευνηται, in Novo Test. quoque Σπεκουλάτωρες, ex antiquo in Legionibus apud romanos militâtunt et ab exploratoribus fuêre… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …   Dictionary of Greek

  • θεόδουλος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Θ. ο από δημίων. Ο Θ. και ο Θεότιμος ήταν δήμιοι των χριστιανών, οι οποίοι αργότερα ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 4 Σεπτεμβρίου. 2. Θ. ο Κύπριος. Ασκητής από την Κύπρο. Η… …   Dictionary of Greek

  • κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… …   Dictionary of Greek

  • πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… …   Dictionary of Greek

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”